- ἐδείχθης
- δείκνυμιbring to lightaor ind pass 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκσφράγισμα — ἐκσφράγισμα, το (AM) εκμαγείο, αποτύπωμα, επίσημο αντίτυπο, αντίγραφο μσν. 1. (για πρόσ.) μιμητής («τῶν δεινῶν παθημάτων τοῡ Χριστοῡ ἐκσφράγισμα ἐδείχθης», Μηναία, Ωδ. 6) 2. αποσφράγιση, αποσφράγισμα … Dictionary of Greek